Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγοχώρητος
ὀλιγοψυχέω
ὀλιγοψυχία
ὀλιγόψυχος
ὀλιγόω
ὀλιγόωρος
ὀλιγωρέω
ὀλιγώρημα
ὀλιγωρητέον
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
ὁλικότης
View word page
ὀλιγόωρος
lasting a few hours

ShortDef

lasting a few hours

Debugging

Headword:
ὀλιγόωρος
Headword (normalized):
ὀλιγόωρος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοωρος
IDX:
61476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61477
Key:

Data

{'content': 'lasting a few hours'}