Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγοχώρητος
ὀλιγοψυχέω
ὀλιγοψυχία
ὀλιγόψυχος
ὀλιγόω
ὀλιγόωρος
ὀλιγωρέω
ὀλιγώρημα
ὀλιγωρητέον
ὀλιγωρία
ὀλίγωρος
ὀλιγωφελής
ὀλιζόω
ὁλίζω
ὁλικός
View word page
ὀλιγόω
lessen, diminish
ShortDef
lessen, diminish
Debugging
Headword:
ὀλιγόω
Headword (normalized):
ὀλιγόω
Headword (normalized/stripped):
ολιγοω
IDX:
61475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61476
Key:
Data
{'content': 'lessen, diminish'}