Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγοχώρητος
ὀλιγοψυχέω
ὀλιγοψυχία
ὀλιγόψυχος
ὀλιγόω
ὀλιγόωρος
ὀλιγωρέω
View word page
ὀλιγοχρόνιος
lasting
ShortDef
lasting
Debugging
Headword:
ὀλιγοχρόνιος
Headword (normalized):
ὀλιγοχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοχρονιος
IDX:
61467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61468
Key:
Data
{'content': 'lasting'}