Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγοχώρητος
ὀλιγοψυχέω
ὀλιγοψυχία
ὀλιγόψυχος
ὀλιγόω
View word page
ὀλιγοχρήματος
of or with little money

ShortDef

of or with little money

Debugging

Headword:
ὀλιγοχρήματος
Headword (normalized):
ὀλιγοχρήματος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοχρηματος
IDX:
61465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61466
Key:

Data

{'content': 'of or with little money'}