Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
ὀλιγοχώρητος
ὀλιγοψυχέω
ὀλιγοψυχία
ὀλιγόψυχος
View word page
ὀλιγόχορδος
with few strings

ShortDef

with few strings

Debugging

Headword:
ὀλιγόχορδος
Headword (normalized):
ὀλιγόχορδος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοχορδος
IDX:
61464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61465
Key:

Data

{'content': 'with few strings'}