Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόϋλος
ὀλιγοϋπνέω
ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρυσος
View word page
ὀλιγόφρων
of small understanding

ShortDef

of small understanding

Debugging

Headword:
ὀλιγόφρων
Headword (normalized):
ὀλιγόφρων
Headword (normalized/stripped):
ολιγοφρων
IDX:
61459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61460
Key:

Data

{'content': 'of small understanding'}