Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγότριχος
ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόϋλος
ὀλιγοϋπνέω
ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
View word page
ὀλιγοφραδής
little eloquent

ShortDef

little eloquent

Debugging

Headword:
ὀλιγοφραδής
Headword (normalized):
ὀλιγοφραδής
Headword (normalized/stripped):
ολιγοφραδης
IDX:
61458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61459
Key:

Data

{'content': 'little eloquent'}