Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοτιμάω
ὀλιγοτοκέω
ὀλιγοτοκία
ὀλιγοτόκος
ὀλιγότριχος
ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόϋλος
ὀλιγοϋπνέω
ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
View word page
ὀλιγοϋπνία
little
ShortDef
little
Debugging
Headword:
ὀλιγοϋπνία
Headword (normalized):
ὀλιγοϋπνία
Headword (normalized/stripped):
ολιγουπνια
IDX:
61454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61455
Key:
Data
{'content': 'little'}