Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
ὀλιγότης
ὀλιγοτιμάω
ὀλιγοτοκέω
ὀλιγοτοκία
ὀλιγοτόκος
ὀλιγότριχος
ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόϋλος
ὀλιγοϋπνέω
ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
View word page
ὀλιγοτροφία
little nourishment

ShortDef

little nourishment

Debugging

Headword:
ὀλιγοτροφία
Headword (normalized):
ὀλιγοτροφία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοτροφια
IDX:
61449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61450
Key:

Data

{'content': 'little nourishment'}