Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
ὀλιγότης
ὀλιγοτιμάω
ὀλιγοτοκέω
ὀλιγοτοκία
ὀλιγοτόκος
ὀλιγότριχος
ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόϋλος
ὀλιγοϋπνέω
View word page
ὀλιγότης
fewness
ShortDef
fewness
Debugging
Headword:
ὀλιγότης
Headword (normalized):
ὀλιγότης
Headword (normalized/stripped):
ολιγοτης
IDX:
61443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61444
Key:
Data
{'content': 'fewness'}