Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
ὀλιγότης
ὀλιγοτιμάω
ὀλιγοτοκέω
ὀλιγοτοκία
ὀλιγοτόκος
ὀλιγότριχος
View word page
ὀλιγοστός
one out of a few

ShortDef

one out of a few

Debugging

Headword:
ὀλιγοστός
Headword (normalized):
ὀλιγοστός
Headword (normalized/stripped):
ολιγοστος
IDX:
61438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61439
Key:

Data

{'content': 'one out of a few'}