Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
ὀλιγότης
ὀλιγοτιμάω
ὀλιγοτοκέω
ὀλιγοτοκία
View word page
ὀλιγοστιχία
the consisting of few lines
ShortDef
the consisting of few lines
Debugging
Headword:
ὀλιγοστιχία
Headword (normalized):
ὀλιγοστιχία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοστιχια
IDX:
61436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61437
Key:
Data
{'content': 'the consisting of few lines'}