Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
ὀλιγότης
View word page
ὀλιγόσιτος
eating little

ShortDef

eating little

Debugging

Headword:
ὀλιγόσιτος
Headword (normalized):
ὀλιγόσιτος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσιτος
IDX:
61433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61434
Key:

Data

{'content': 'eating little'}