Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγοσώματος
View word page
ὀλιγοσιτία
small eating, moderation in food
ShortDef
small eating, moderation in food
Debugging
Headword:
ὀλιγοσιτία
Headword (normalized):
ὀλιγοσιτία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσιτια
IDX:
61432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61433
Key:
Data
{'content': 'small eating, moderation in food'}