Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγοσυλλαβία
ὀλιγοσύλλαβος
ὀλιγοσύνδεσμος
View word page
ὀλιγοσιτέω
eat little
ShortDef
eat little
Debugging
Headword:
ὀλιγοσιτέω
Headword (normalized):
ὀλιγοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσιτεω
IDX:
61431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61432
Key:
Data
{'content': 'eat little'}