Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
View word page
ὀλιγόσαρκος
with little flesh

ShortDef

with little flesh

Debugging

Headword:
ὀλιγόσαρκος
Headword (normalized):
ὀλιγόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσαρκος
IDX:
61428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61429
Key:

Data

{'content': 'with little flesh'}