Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
View word page
ὀλιγοσαρκος
with little flesh

ShortDef

with little flesh

Debugging

Headword:
ὀλιγοσαρκος
Headword (normalized):
ὀλιγοσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσαρκος
IDX:
61427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61428
Key:

Data

{'content': 'with little flesh'}