Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
ὀλιγοστιχία
View word page
ὀλίγος
few, little, scanty, small

ShortDef

few, little, scanty, small

Debugging

Headword:
ὀλίγος
Headword (normalized):
ὀλίγος
Headword (normalized/stripped):
ολιγος
IDX:
61426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61427
Key:

Data

{'content': 'few, little, scanty, small'}