Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσθενέω
ὀλιγοσθενής
ὀλιγοσιτέω
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλιγόσπερμος
ὀλιγοστάδιος
View word page
ὀλιγόρριζος
with few roots
ShortDef
with few roots
Debugging
Headword:
ὀλιγόρριζος
Headword (normalized):
ὀλιγόρριζος
Headword (normalized/stripped):
ολιγορριζος
IDX:
61425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61426
Key:
Data
{'content': 'with few roots'}