Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
ὀλίγος
ὀλιγοσαρκος
View word page
ὀλιγοποσία
moderation in drinking

ShortDef

moderation in drinking

Debugging

Headword:
ὀλιγοποσία
Headword (normalized):
ὀλιγοποσία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοποσια
IDX:
61417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61418
Key:

Data

{'content': 'moderation in drinking'}