Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
ὀλιγόρριζος
View word page
ὀλιγοπονία
sparingness in labour, idleness

ShortDef

sparingness in labour, idleness

Debugging

Headword:
ὀλιγοπονία
Headword (normalized):
ὀλιγοπονία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοπονια
IDX:
61415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61416
Key:

Data

{'content': 'sparingness in labour, idleness'}