Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγόπυρος
View word page
ὀλιγοπόλιος
with thin grey hair

ShortDef

with thin grey hair

Debugging

Headword:
ὀλιγοπόλιος
Headword (normalized):
ὀλιγοπόλιος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοπολιος
IDX:
61414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61415
Key:

Data

{'content': 'with thin grey hair'}