Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
View word page
ὀλιγοποιέω
make few, diminish

ShortDef

make few, diminish

Debugging

Headword:
ὀλιγοποιέω
Headword (normalized):
ὀλιγοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ολιγοποιεω
IDX:
61413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61414
Key:

Data

{'content': 'make few, diminish'}