Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόκαυλος
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγόκλαδος
ὀλιγολαλέω
ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
View word page
ὀλιγόξυλος
with little wood

ShortDef

with little wood

Debugging

Headword:
ὀλιγόξυλος
Headword (normalized):
ὀλιγόξυλος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοξυλος
IDX:
61408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61409
Key:

Data

{'content': 'with little wood'}