Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγόκαρπος
ὀλιγόκαυλος
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγόκλαδος
ὀλιγολαλέω
ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
View word page
ὀλιγόνειρος
with few dreams

ShortDef

with few dreams

Debugging

Headword:
ὀλιγόνειρος
Headword (normalized):
ὀλιγόνειρος
Headword (normalized/stripped):
ολιγονειρος
IDX:
61407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61408
Key:

Data

{'content': 'with few dreams'}