Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοκαρπέω
ὀλιγόκαρπος
ὀλιγόκαυλος
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγόκλαδος
ὀλιγολαλέω
ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
View word page
ὀλιγομυθία
speaking little

ShortDef

speaking little

Debugging

Headword:
ὀλιγομυθία
Headword (normalized):
ὀλιγομυθία
Headword (normalized/stripped):
ολιγομυθια
IDX:
61406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61407
Key:

Data

{'content': 'speaking little'}