Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοκάλαμος
ὀλιγοκαρπέω
ὀλιγόκαρπος
ὀλιγόκαυλος
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγόκλαδος
ὀλιγολαλέω
ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
View word page
ὀλιγόμισθος
receiving small wages

ShortDef

receiving small wages

Debugging

Headword:
ὀλιγόμισθος
Headword (normalized):
ὀλιγόμισθος
Headword (normalized/stripped):
ολιγομισθος
IDX:
61405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61406
Key:

Data

{'content': 'receiving small wages'}