Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀλιγοέλαιος
ὀλιγοεργής
ὀλιγοέτης
ὀλιγοετία
ὀλίγοζος
ὀλιγοθερμία
ὀλιγόθερμος
ὀλιγοθυμέω
ὀλιγόϊνος
ὀλιγόκαιρος
ὀλιγοκάλαμος
ὀλιγοκαρπέω
ὀλιγόκαρπος
ὀλιγόκαυλος
ὀλιγοκίνητος
ὀλιγόκλαδος
ὀλιγολαλέω
ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
View word page
ὀλιγοκάλαμος
with few reeds

ShortDef

with few reeds

Debugging

Headword:
ὀλιγοκάλαμος
Headword (normalized):
ὀλιγοκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοκαλαμος
IDX:
61395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61396
Key:

Data

{'content': 'with few reeds'}