Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
ἀνανήχομαι
ἀνανθέω
ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανοέω
ἀνανομή
ἀνανοσέω
ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
ἀναντάλλακτος
ἀνανταπόδοσις
ἀνανταπόδοτος
ἀνάντης
View word page
ἀνάνιος
without pain:
ShortDef
without pain:
Debugging
Headword:
ἀνάνιος
Headword (normalized):
ἀνάνιος
Headword (normalized/stripped):
ανανιος
IDX:
6138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6139
Key:
Data
{'content': 'without pain:'}