Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
ἀνανήχομαι
ἀνανθέω
ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανοέω
ἀνανομή
ἀνανοσέω
ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
ἀναντάλλακτος
View word page
ἀνανθέω
blossom again, continue blossoming

ShortDef

blossom again, continue blossoming

Debugging

Headword:
ἀνανθέω
Headword (normalized):
ἀνανθέω
Headword (normalized/stripped):
ανανθεω
IDX:
6135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6136
Key:

Data

{'content': 'blossom again, continue blossoming'}