Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
ἀνανήχομαι
ἀνανθέω
ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανοέω
ἀνανομή
ἀνανοσέω
ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
View word page
ἀνανήχομαι
swim

ShortDef

swim

Debugging

Headword:
ἀνανήχομαι
Headword (normalized):
ἀνανήχομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανηχομαι
IDX:
6134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6135
Key:

Data

{'content': 'swim'}