Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
ἀνανήχομαι
ἀνανθέω
ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανοέω
ἀνανομή
ἀνανοσέω
ἀνανοστέω
View word page
ἀνανεωτικός
renewing, reviving

ShortDef

renewing, reviving

Debugging

Headword:
ἀνανεωτικός
Headword (normalized):
ἀνανεωτικός
Headword (normalized/stripped):
ανανεωτικος
IDX:
6132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6133
Key:

Data

{'content': 'renewing, reviving'}