Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
ἀνανήχομαι
ἀνανθέω
ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανοέω
ἀνανομή
View word page
ἀνανέωσις
a renewal

ShortDef

a renewal

Debugging

Headword:
ἀνανέωσις
Headword (normalized):
ἀνανέωσις
Headword (normalized/stripped):
ανανεωσις
IDX:
6130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6131
Key:

Data

{'content': 'a renewal'}