Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀλβιόθυμος
ὀλβιόπλουτος
ὄλβιος
ὀλβιότυφος
ὀλβιόφρων
ὀλβιστήρ
ὀλβοδότειρα
ὀλβοδοτήρ
ὀλβοδότης
ὀλβοθρέμμων
ὀλβοθύλακος
ὀλβομέλαθρος
ὀλβονομέω
ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθρευσις
ὀλεθρεύω
ὀλεθριάω
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεθροφόρος
View word page
ὀλβοθύλακος
money-bag
ShortDef
money-bag
Debugging
Headword:
ὀλβοθύλακος
Headword (normalized):
ὀλβοθύλακος
Headword (normalized/stripped):
ολβοθυλακος
IDX:
61306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61307
Key:
Data
{'content': 'money-bag'}