Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄκωχα
ὁλάργυρος
ὀλβία
Ὄλβια
ὀλβίζω
ὀλβιόβιος
ὀλβιογάστωρ
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοδώτης
ὀλβιοεργός
ὀλβιόθυμος
ὀλβιόπλουτος
ὄλβιος
ὀλβιότυφος
ὀλβιόφρων
ὀλβιστήρ
ὀλβοδότειρα
ὀλβοδοτήρ
ὀλβοδότης
ὀλβοθρέμμων
View word page
ὀλβιοεργός
making happy

ShortDef

making happy

Debugging

Headword:
ὀλβιοεργός
Headword (normalized):
ὀλβιοεργός
Headword (normalized/stripped):
ολβιοεργος
IDX:
61295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61296
Key:

Data

{'content': 'making happy'}