Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκτώπους
ὀκτώφορος
ὄκωχα
ὁλάργυρος
ὀλβία
Ὄλβια
ὀλβίζω
ὀλβιόβιος
ὀλβιογάστωρ
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοδώτης
ὀλβιοεργός
ὀλβιόθυμος
ὀλβιόπλουτος
ὄλβιος
ὀλβιότυφος
ὀλβιόφρων
ὀλβιστήρ
ὀλβοδότειρα
ὀλβοδοτήρ
View word page
ὀλβιόδωρος
bestowing bliss
ShortDef
bestowing bliss
Debugging
Headword:
ὀλβιόδωρος
Headword (normalized):
ὀλβιόδωρος
Headword (normalized/stripped):
ολβιοδωρος
IDX:
61293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61294
Key:
Data
{'content': 'bestowing bliss'}