Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτωκαιτριακοντάμετρος
ὀκτωκαιτριακόντεδρον
ὀκτώμηνος
ὀκτώπους
ὀκτώφορος
ὄκωχα
ὁλάργυρος
ὀλβία
Ὄλβια
ὀλβίζω
ὀλβιόβιος
ὀλβιογάστωρ
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοδώτης
ὀλβιοεργός
ὀλβιόθυμος
ὀλβιόπλουτος
ὄλβιος
ὀλβιότυφος
ὀλβιόφρων
View word page
ὀλβιόβιος
giving a prosperous life

ShortDef

giving a prosperous life

Debugging

Headword:
ὀλβιόβιος
Headword (normalized):
ὀλβιόβιος
Headword (normalized/stripped):
ολβιοβιος
IDX:
61290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61291
Key:

Data

{'content': 'giving a prosperous life'}