Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκτάτομος
ὀκτάτονος
ὀκτάτροπος
ὀκτάτροχος
ὀκτάτυπος
ὀκτάφορος
ὀκτάχορδος
ὀκτάχρονος
ὀκταχῶς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτώβιβλος
ὀκτώβολοι
ὀκτωή
ὀκτώιμος
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαιδεκάκις
ὀκτωκαιδεκάπεδος
View word page
ὀκτώ
eight
ShortDef
eight
Debugging
Headword:
ὀκτώ
Headword (normalized):
ὀκτώ
Headword (normalized/stripped):
οκτω
IDX:
61259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61260
Key:
Data
{'content': 'eight'}