Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκτασοῦφος
ὀκτασσός
ὀκταστάδιος
ὀκτάστυλος
ὀκτάσφαιρος
ὀκτάτευχος
ὀκτάτομος
ὀκτάτονος
ὀκτάτροπος
ὀκτάτροχος
ὀκτάτυπος
ὀκτάφορος
ὀκτάχορδος
ὀκτάχρονος
ὀκταχῶς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτώβιβλος
ὀκτώβολοι
ὀκτωή
ὀκτώιμος
View word page
ὀκτάτυπος
octotropos
ShortDef
octotropos
Debugging
Headword:
ὀκτάτυπος
Headword (normalized):
ὀκτάτυπος
Headword (normalized/stripped):
οκτατυπος
IDX:
61253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61254
Key:
Data
{'content': 'octotropos'}