Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
ὀκτασοῦφος
ὀκτασσός
ὀκταστάδιος
ὀκτάστυλος
ὀκτάσφαιρος
ὀκτάτευχος
ὀκτάτομος
ὀκτάτονος
ὀκτάτροπος
ὀκτάτροχος
ὀκτάτυπος
ὀκτάφορος
View word page
ὀκτασσός
eightfold
ShortDef
eightfold
Debugging
Headword:
ὀκτασσός
Headword (normalized):
ὀκτασσός
Headword (normalized/stripped):
οκτασσος
IDX:
61244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61245
Key:
Data
{'content': 'eightfold'}