Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
ὀκτασοῦφος
ὀκτασσός
ὀκταστάδιος
ὀκτάστυλος
ὀκτάσφαιρος
ὀκτάτευχος
ὀκτάτομος
ὀκτάτονος
ὀκτάτροπος
ὀκτάτροχος
View word page
ὀκτασκελής
eight-legged

ShortDef

eight-legged

Debugging

Headword:
ὀκτασκελής
Headword (normalized):
ὀκτασκελής
Headword (normalized/stripped):
οκτασκελης
IDX:
61242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61243
Key:

Data

{'content': 'eight-legged'}