Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
ἀνανήφω
View word page
ἀνανέομαι
to mount up

ShortDef

to mount up

Debugging

Headword:
ἀνανέομαι
Headword (normalized):
ἀνανέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανεομαι
IDX:
6123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6124
Key:

Data

{'content': 'to mount up'}