Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
ὀκτασοῦφος
ὀκτασσός
ὀκταστάδιος
ὀκτάστυλος
ὀκτάσφαιρος
ὀκτάτευχος
View word page
ὀκτάρριζος
with eight roots

ShortDef

with eight roots

Debugging

Headword:
ὀκτάρριζος
Headword (normalized):
ὀκτάρριζος
Headword (normalized/stripped):
οκταρριζος
IDX:
61238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61239
Key:

Data

{'content': 'with eight roots'}