Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
ὀκτασοῦφος
ὀκτασσός
ὀκταστάδιος
View word page
ὀκτάπους
eight-footed
ShortDef
eight-footed
Debugging
Headword:
ὀκτάπους
Headword (normalized):
ὀκτάπους
Headword (normalized/stripped):
οκταπους
IDX:
61235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61236
Key:
Data
{'content': 'eight-footed'}