Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
ὀκτασοῦφος
View word page
ὀκταπλόος
eightfold
ShortDef
eightfold
Debugging
Headword:
ὀκταπλόος
Headword (normalized):
ὀκταπλόος
Headword (normalized/stripped):
οκταπλοος
IDX:
61233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61234
Key:
Data
{'content': 'eightfold'}