Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
ὀκτασκελής
View word page
ὀκτάπλεθρος
eight plethra long

ShortDef

eight plethra long

Debugging

Headword:
ὀκτάπλεθρος
Headword (normalized):
ὀκτάπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
οκταπλεθρος
IDX:
61232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61233
Key:

Data

{'content': 'eight plethra long'}