Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάς
ὀκτάσημος
View word page
ὀκταπλάσιος
eightfold
ShortDef
eightfold
Debugging
Headword:
ὀκταπλάσιος
Headword (normalized):
ὀκταπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
οκταπλασιος
IDX:
61231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61232
Key:
Data
{'content': 'eightfold'}