Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνάνετος
ἀνάνευσις
ἀνανευστικῶς
ἀνανεύω
ἀνανέω
ἀνανέωσις
ἀνανεωτής
ἀνανεωτικός
View word page
ἀνανέμω
to divide anew
ShortDef
to divide anew
Debugging
Headword:
ἀνανέμω
Headword (normalized):
ἀνανέμω
Headword (normalized/stripped):
ανανεμω
IDX:
6122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6123
Key:
Data
{'content': 'to divide anew'}