Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτάκωλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
ὀκτάρριζος
View word page
ὀκταπάλαιστος
eight palms wide

ShortDef

eight palms wide

Debugging

Headword:
ὀκταπάλαιστος
Headword (normalized):
ὀκταπάλαιστος
Headword (normalized/stripped):
οκταπαλαιστος
IDX:
61228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61229
Key:

Data

{'content': 'eight palms wide'}