Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
Ὀκτάουιος
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
View word page
Ὀκτάουιος
Octavius

ShortDef

Octavius

Debugging

Headword:
Ὀκτάουιος
Headword (normalized):
ὀκτάουιος
Headword (normalized/stripped):
οκταουιος
IDX:
61227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61228
Key:

Data

{'content': 'Octavius'}